- ζητοῦντι
- ζητέωseekpres part act masc/neut dat sg (attic epic doric)ζητέωseekpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυσιτέλεια — η (Α λυσιτέλεια) [λυσιτελής] κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ) αρχ. φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές β) «διὰ λυσιτέλειαν» για οικονομία … Dictionary of Greek
μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… … Dictionary of Greek